- Μοσχοκαρυά
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 320 κάτ.), του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λειανοκλαδίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοσχοκαρυδιά — και μοσκοκαρυδιά και μοσχοκαρύα, η βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Μyristica fragrans τού γένους μυριστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυδο. Ο τ. μοσχοκαρύα < μοσχοκάρυον] … Dictionary of Greek
μοσχοκαρυέλαιο — το μοσχοβούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκαρύα + έλαιο] … Dictionary of Greek